- αυτόροφος
- αὐτόροφος, -ον (AM) και αὐτώροφος, -ον (Α)ο αφευατού στεγασμένος, αυτός που έχει φυσική οροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + όροφος. Το –ω του τ. αυτώροφος βάσει του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. διώροφος, τριώροφος)].
Dictionary of Greek. 2013.